- υποβοηθώ
- [иповоито] р. помогать, ассистировать,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
υποβοηθώ — ὑποβοηθῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. συμβάλλω σε κάτι βοηθητικά, προσθέτω κι εγώ τη συνδρομή μου, ενισχύω την προσπάθεια κάποιου αρχ. παρέχω εφόδια σε περίοδο πολέμου … Dictionary of Greek
υποβοηθώ — υποβοήθησα, υποβοηθήθηκα, βοηθώ κάπως, προσθέτω και τη δική μου συνδρομή για να γίνει κάτι: Το πυροβολικό υποβοηθεί την επίθεση του πεζικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
προστιμωρώ — έω, Α 1. βοηθώ επί πλέον 2. ενθαρρύνω, παρακινώ 3. μέσ. προστιμωροῡμαι έομαι (σχετικά με ασθένεια) συντελώ στην ανάπτυξη, υποβοηθώ («νοσήματι προστιμωρεῑται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τιμωρῶ «βοηθώ, συντρέχω»] … Dictionary of Greek
συμπάω — και συμπώ Ν 1. συνδαυλίζω τη φωτιά 2. μτφ. υποβοηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ άλλους < *συμπάζω (< συμπαγής < πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
συντελώ — συντελῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α 1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση τής εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», Αριστοτ.) 2. (το… … Dictionary of Greek
υποβοήθηση — η, Ν συμβολή σε κάτι, ενίσχυση τής προσπάθειας κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποβοηθώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποβοήθησις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
υποβοηθητικός — ή, ό, Ν αυτός που υποβοηθεί ή που μπορεί να υποβοηθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποβοηθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
σεγκοντάρω — και σιγοντάρω (λ. ιταλ.), υποστηρίζω, υποβοηθώ: Τον σιγοντάρουν κι άλλοι σ αυτό το έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηρίζω — στήριξα, στηρίχτηκα, στηριγμένος 1. στερεώνω, κάνω κάτι σταθερό: Στήριξαν τη γέφυρα. 2. βασίζω: Η άποψή σου δε στηρίζεται σε σωστά επιχειρήματα. 3. υποβοηθώ κάποιον να σταθεί ή να ξεπεράσει κάποιες δυσκολίες: Η αντιπολίτευση στήριξε την κυβέρνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)